A.v. κρίζω.
This text is part of:
View text chunked by:
κρίθων (κρίθον cod.): ἐπώνυμον ἀνδροκιδάλου, Hsch. κρίκα: κρίκον, Id. κρικαδιᾶν: τὸ ἐναλλάξαι τοὺς δακτύλους ὥσπερ κρίκους ([.]ρυβούς cod.), Id., cf. κρικαδίαν (acc. sg.), Sch.Il.23.34. κρίκε ,